ἐπιστατεία

ἐπιστατεία
ἐπιστατείᾱ , ἐπιστατεία
authority
fem nom/voc/acc dual
ἐπιστατείᾱ , ἐπιστατεία
authority
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστατείᾳ — ἐπιστατείᾱͅ , ἐπιστατεία authority fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστατεία — ἐπιστατεία, ἡ (Α) [επιστάτης] 1. κυβέρνηση, διοίκηση 2. το αξίωμα τού επιστάτη 3. παρακολούθηση, επαγρύπνηση …   Dictionary of Greek

  • ἐπιστατείας — ἐπιστατείᾱς , ἐπιστατεία authority fem acc pl ἐπιστατείᾱς , ἐπιστατεία authority fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιστατείαν — ἐπιστατείᾱν , ἐπιστατεία authority fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”